κατευχαριστώ

κατευχαριστώ
1. προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ευχαρίστηση, κατενθουσιάζω, χαροποιώ
2. εκφράζω σε κάποιον εγκάρδιες ευχαριστίες, ευχαριστώ θερμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”